- ισαυρικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αρχαίο λαό τών Ισαύρων ή στη χώρα τους Ισαυρία2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ισαυρικάφόρος ο οποίος πληρωνόταν από τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες στους πειρατές Ισαύρους3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δυναστεία τών Βυζαντινών αυτοκρατόρων Ισαύρων.
Dictionary of Greek. 2013.