ισαυρικός

ισαυρικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αρχαίο λαό τών Ισαύρων ή στη χώρα τους Ισαυρία
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ισαυρικά
φόρος ο οποίος πληρωνόταν από τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες στους πειρατές Ισαύρους
3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δυναστεία τών Βυζαντινών αυτοκρατόρων Ισαύρων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ίσαυρα — Αρχαία πόλη στις βόρειες πλαγιές του όρους Ταύρου, στη Μικρά Ασία. Το 323 π.Χ. πολιορκήθηκε από τον Μακεδόνα στρατηγό Περδίκκα. Οι κάτοικοί της, για να αποφύγουν την υποδούλωση, πυρπόλησαν την πόλη και κάηκαν οι περισσότεροι. Ανοικοδομήθηκε και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”